φτωχοπαίδι

φτωχοπαίδι
το
βλ. φτωχόπαιδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φτωχόπαιδο — φτωχόπαιδο, το και φτωχοπαίδι, το παιδί ή νεαρός φτωχής οικογένειας, παιδί από φτωχόσπιτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”